-
1 шифр
шифр м 1) (условное письмо ) η κρυπτογραφία 2) (библиотечный) о αριθμός καταλόγου* * *м1) ( условное письмо) η κρυπτογραφία2) ( библиотечный) ο αριθμός καταλόγου -
2 криптография
(тайнопись) η κρυπτογραφία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > криптография
-
3 шифр
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > шифр
-
4 тайнопись
тайнописьж ἡ κρυπτογραφία. -
5 шифр
шифрм1. (условное письмо) ἡ σημειογραφία, ἡ κρυπτογραφία·2. (библиотечный и т. ἡ.) ἀριθμός καταλόγου. -
6 шифр
[συφρ] ουσ. α κρυπτογραφία(■ -
7 шифр
[συφρ] ουσ α κρυπτογραφία (■ -
8 криптография
-и θ.κρυπτογραφία. -
9 тайнопись
-и θ.κρυπτογραφία. -
10 шифр
-а α.1. κρυπτογραφική γραφή, κρυπτογραφία• κρυπτογραφικός κώδικας. || συνθηματικό στοιχείο, γράμμα.2. παλ. μονογραφή από αρχικά γράμματα. || παλ. διακριτικό αριστούχας φοιτήτριας.
См. также в других словарях:
κρυπτογραφία — Σύστημα γραφής μηνυμάτων με σκοπό τη μυστική αναμετάδοσή τους. Πιο συγκεκριμένα, αποτελεί ένα σύνολο κειμένων, πινάκων, κλειδιών και μηχανισμών διαφόρων τύπων, που επιτρέπουν να μεταβάλλεται ένα φανερό μήνυμα σε κρυπτογραφημένο ή αντίστροφα.… … Dictionary of Greek
κρυπτογραφία — η η μέθοδος και η τέχνη του να γράφει κανείς με συνθηματική γραφή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek
κρυπτ(ο)- — (AM κρυπτ[ο] , Α και κρυψι ) πρώτο συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής το οποίο έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό γίνεται, είναι ή κάνει κάτι κρυφά, με μυστικό τρόπο (πρβλ. κρυπτογενής, κρυψίνους). Το κρυπτ(ο) ανάγεται στο επίθ … Dictionary of Greek
κρυπτογραφικός — ή, ό σχετικός με την κρυπτογραφία ή αναφερόμενος σε αυτήν («κρυπτογραφικός κώδικας»). επίρρ... κρυπτογραφικώς και ά με κρυπτογραφικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. κρυπτογράφος. Η λέξη μαρτυρείται από το 1878 στον Τ. Βρατσάνο] … Dictionary of Greek
παράγραμμα — τὸ, Α [παραγράφω] 1. πρόσθετη διάταξη («κατὰ ποῑον νόμον προσπαραγράφοιτ ἄν τοῡτο τὸ παράγραμμα», Δημοσθ.) 2. (στην κρυπτογραφία) σημείο που αντικαθιστά ένα συγκεκριμένο γράμμα … Dictionary of Greek
παρασήμανση — η [παρασημαίνομαι] 1. χρησιμοποίηση σημείων ή συμβόλων για συνεννόηση ή επικοινωνία, η κρυπτογραφία ή η σημειογραφία 2. παραχάραξη, παραποίηση … Dictionary of Greek
κρυπτογραφικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κρυπτογραφία ή στον κρυπτογράφο: Είναι κρυπτογραφικό τηλεγράφημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)